όστις

όστις
ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι)
(αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.)
1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ. ὅττω, δελφικός τ. ὅτινος, κρητ. τ. ὧτι
2. δοτ. ᾧτινι και ὅτῳ, ᾗτινι, ᾧτινι και ὅτῳ, επικ. τ. ὅτεῳ, αρκαδικός τ. ὀσέοι, δελφικός τ. ὅτινι, κρητ. τ. ὄτιμι
3. (αιτ.) ὅντινα, ἥντινα και ἥτινα, , τι, επικ. τ. ὅτινα
Β στον πληθ.
1. (ονομ.) οἵτινες, αἵτινες, ἅτινα και ἅττα και ἅσσα, αρσ. αργείος τ. ὄττινες, ουδ. ὅτινα
2. γεν. ὧντινων και ὅτεων και αττ. τ. ὅτων
3. δοτ. οἷστισι(ν), αἷστισι(ν), οἷστισι(ν) και ὁτέοισι(ν) και αττ. τ. ὅτοισι και ὅτοις
4. (αιτ.) οὕστινας, ἅστινας, ἅτινα και ἅττα και ἅσσα, αρσ. και ὅτινας και αιολ. τ. ὄττινας
II. ΣΗΜ. 1. ο οποίος, εκείνος που, αυτός που («βωμόν, ὅστις νῡν ἔξω τῆς πόλεως ἐστι», Θουκ.)
2. (ως αόρ. αντων.) οποιοσδήποτε, όποιος και αν, όποιος τυχόν («ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῑν», ΚΔ)
3. φρ. «ἕως ὅτου» και «ωσότου» — έως τότε που, ώς τη στιγμή που
νεοελλ.
φρ. α) «αφ' ότου και «αφότου» — από τότε που, από τη στιγμή που
β) «μέχρις ότου» — μέχρι τότε που
αρχ.
ΧΡΗΣΗ: 1. (σε πλάγ. ερωτ.) ποιας λογής, ποιος («οὐ γὰρ οἶσθά μ' ὅντιν' εἰσορᾷς», Σοφ.)
2. σε ευθείες ερωτ. ως επανάληψη ερώτησης η οποία εισάγεται με την αντων. τίς («—τίς γὰρ εἶ; - ὅστις; πολίτης χρηστός», Αριστοφ.)
3. (σε προτάσεις οι οποίες ενέχουν συνέπεια ή συμπέρασμα και προηγείται η τίς ή το οὕτως) ώστε («ἔστι τις οὕτως ἄφρων, ὅστις οἴεται», Ξεν.)
4. (σε προτάσεις που ενέχουν αιτία) επειδή, διότι («μαίνεται γε..., ἥτις λυποῡσα μὲν πόλιν νεαίρετον ἥκει», Αισχύλ.)
5. (με διάφορα μόρια) α) ὅστις γε
ο οποίος βέβαια
β) ὅστις περ
ο οποίος ακριβώς
γ) ὅστις ποτὲ
οποιοσδήποτε
δ) ὅστις δὴ
όποιος και αν, οποιοσδήποτε
ε) ὁστισοῡν, ὁτιοῡν
οποιοσδήποτε και αν
στ) ὁστισδηποτοῡν
οποιοσδήποτε και αν
6. φρ. α) «ὅστις εἶ», «ὅστις ἐστί» — όποιος και αν είσαι, όποιος και αν είναι
β) «ἔστιν ὅστις» — κάποιος
γ) «οὐκ ἔστιν ὅστις» — κανείς
δ) «οὐδὲν ὅ τι οὐ» καθετί
ε) «οὐδεὶς ὅστις οὐ» — καθένας, όλοι
στ) «ἐξ ὅτου»
i) αφ' ότου
ii) για ποια αιτία, γιατί
ζ) «ἀνθ' ὅτου» — γιατί
η) «ἐφ' ὅτῳ» — γι' αυτό
θ) «ἐς ὅτου» — αφότου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνθ. αναφ. αντων. ὅστις, ἥτις, , τι έχει σχηματιστεί με την συνένωση τής αναφ. αντων. ὅς, , και τής αόρ. αντων. τις, όρων οι οποίοι κλίνονται ταυτόχρονα. Ο τ. ὅτις, στον οποίο κλίνεται μόνο το τις, προέρχεται πιθ. από το ουδ. αναφ., στο οποίο προστέθηκε το τι: *ὅδ-τι, πρβλ. ιων. αττ. ὅτι, ομηρ. ὅττι. Με επέκταση τού ὅτις στις άλλες πτώσεις προήλθαν οι τ. τής γεν. ὅττευ και ὅτευ, ὅτου κ.λπ. Ο πληθ. τού ουδ. ἅττα προέρχεται από τη σύνθεση τής αναφ. αντων. και τού αόρ. *σσα (βλ. λ. τις). Στον Όμ. οι τ. που κλίνονται και στα δύο μέλη τους μαρτυρούνται μόνο στην ονομ. και αιτ. εν. και πληθ. (ὅστις, ὅντινα, οἵτινες, οὕστινας, ἅσσα). Στις άλλες πτώσεις χρησιμοποιούνται οι τ: γεν. εν. ὅττεο, ὅττευ, ὅτευ, δοτ. εν. ὅτεῳ, ὅτῳ, γεν. πληθ. ὅτεων, δοτ. πληθ. ὁτέοισι. Ο Ομ. έχει, επίσης, τύπους με θ. σε *-ι, άκλιτους κατά το πρώτο μέρος (πρβλ. ονομ. εν. ὅτις, αιτ. εν. ὅτινα, αιτ. πληθ. ὅτινας, ονομ.-αιτ. ουδ. στον πληθ. ὅτινα). Οι τελευταίοι αυτοί τ., που δεν είναι αττ., μαρτυρούνται στη λεσβιακή και στη δελφική διάλεκτο. Τέλος, αξιοσημείωτος είναι ο κρητ. τ. τής δοτ. εν. ὄτιμι με κατάλ. που απαντά και στο αρχ. ινδ. kasmin].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὅστις — that masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄστις ἀνθρώπου φύσιν… — См. Сверх человек …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὀστὶς δ’ ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν καλῶς. — См. Терпи казак, атаман будешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. — οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. См. Счастью не вовсе верь! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χὤστις — ὅστις , ὅστις that masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὥστις — ὅστις , ὅστις that masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅστισπερ — ὅστις , ὅστις that masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱστισινοῦν — ὅστις that fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἵτινες — ὅστις that fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”